σύνοικος

σύνοικος
-η, -ο / συνοικος, -ον, ΝΑ, και αττ. τ. ξύνοικος, και επιγρ. σύνFοικος, A
(το αρσ. και θηλ. και ως ουσ.) αυτός που συγκατοικεί, που διαμένει μαζί, συγκάτοικος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ζωολ. α) καθένας από τους οργανισμούς που συμβιώνουν σε συνοίκηση
β) γένος χιτωνοφόρων τής οικογένειας πολυκλινίδες
αρχ.
1. αυτός που ζει στην ίδια χώρα ή πόλη με κάποιον άλλον, συμπολίτης («ἡ ξύνοικος τῶν κάτω θεῶν Δίκη», Σοφ.)
2. μτφ. (για πρόσ.) συνδεδεμένος, εξοικειωμένος με κάτι («ὁ ἀεὶ σύνοικος ἐμοὶ ἔρως», Ξεν.)
3. το αρσ. και θηλ. ως ουσ. , ἡ σύνοικος
α) σύζυγος
β) σύντροφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + οἶκος. Η λ., ως επιστημ. όρος τής Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. synoicous].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σύνοικος — dwelling in the same house with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοικος — η, ο αυτός που κατοικεί μαζί με άλλον: Διαταράχτηκαν οισχέσεις ανάμεσα στους Έλληνες και στο σύνοικο στοιχείο, τους Τούρκους, μετά την τουρκική εισβολή στην Κύπρο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξύνοικος — σύνοικος , σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκω — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut nom/voc/acc dual σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σύνοικον — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem acc sg σύνοικος dwelling in the same house with neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκοις — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκου — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκους — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκων — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνοίκῳ — σύνοικος dwelling in the same house with masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”